ἐπιγώνιος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
α, ον,
A at the angle, μονάδες Nicom.Ar.1.19.
II. ἐπιγώνια, τά, corner-stones or corner-columns, Aq.Ps.143(144).12.
German (Pape)
[Seite 934] in, an den Winkeln, Nicom. arithm.
Greek Monolingual
ἐπιγώνιος, -ον (Α)
1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια
οι ακρογωνιαίοι λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γών-ιος (< γωνία)].