ἐπιμηκύνω

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηκύνω Medium diacritics: ἐπιμηκύνω Low diacritics: επιμηκύνω Capitals: ΕΠΙΜΗΚΥΝΩ
Transliteration A: epimēkýnō Transliteration B: epimēkynō Transliteration C: epimikyno Beta Code: e)pimhku/nw

English (LSJ)

lengthen, prolong, μάχην Paus.4.10.4.

German (Pape)

[Seite 962] in die Länge ziehen, verlängern, τὴν μάχην Paus. 4, 10, 4; φάλαγγα Polyaen. 2, 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηκύνω: μηκύνω, μακρύνω, Παυσ. 4. 10, 4, Φιλόστρ. 714.

Greek Monolingual

(AM ἐπιμηκύνω)
αυξάνω κάτι κατά το μήκος, το καθιστώ μακρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηκύνω (< μήκος)].