ἐπιτροπέω
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
v. ἐπιτροπεύω, dub. in Pl.Com. 265.
German (Pape)
[Seite 996] 1) = ἐπιτρέπω, D. L. 1, 53, l. d. – 2) = ἐπιτροπεύω, B. A. 93, aus Plat. Phaedr., wo das Wort sich nicht findet. vgl. Lob. zu Phryn. p. 590.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροπέω: τῷ προηγ., ἐπιτροπῶ πολιτεύειν Ἐπιστ. Πεισιστρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 53· «ἐπιτροπεῖν: ἀντὶ τοῦ ἐπιτροπεύειν. Πλάτων Φαίδρῳ» Α. Β. 93, 30, ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ (239Ε) δὲν ἀπαντᾷ τὸ ῥῆμα, ἀλλὰ μόνον τὸ οὐσιαστ. ἐπιτροπεία. Ἴδε Λοβ. Φρύν. 590.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροπέω: Diog. L. = ἐπιτρέπω.