ἐπιφημισμός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, dedication, Str. 6.2.9.
German (Pape)
[Seite 1000] ὁ, die Weihung, τῶν ἐπιφημισθέντων στεφάνων ἑκατέρῳ – ἀναφαίνεται κατὰ τὸν ἐπιφημισμὸν ἑκάτερος ἐν τῷ οἰκείῳ ποταμῷ Strab. VI, 275.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφημισμός: ὁ, τὸ ἐπιφημίζειν ἢ ἀφιεροῦν τι εἰς θεόν τινα δι’ ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ποταμῶν Εὐρώτα καὶ Ἀλφειοῦ, οὓς οἱ ἀρχαῖοι ὡς καὶ ἄλλους ποταμοὺς ἐθεοποίουν, Στράβ. 275.
Greek Monolingual
ἐπιφημισμός, ὁ (Α) επιφημίζω
αφιέρωση, ιδίως με επίκληση του ονόματος του θεού στον οποίο γίνεται η αφιέρωση.