ἐπόγδοος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόγδοος Medium diacritics: ἐπόγδοος Low diacritics: επόγδοος Capitals: ΕΠΟΓΔΟΟΣ
Transliteration A: epógdoos Transliteration B: epogdoos Transliteration C: epogdoos Beta Code: e)po/gdoos

English (LSJ)

ἐπόγδοον, 1 1/8, Pl.Ti.36a, 36b; ἐ. λόγος the ratio of 9: 8, Plu.2.367f; ἐ. [τόκος] interest at the rate of 1/8 of the principal, i.e. 12 1/2%, D.50.17: neut. as substantive, whole tone in Music, Philol.6, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1006] das Ganze u. den achten Teil davon, 11/8 enthaltend, Plat. Tim. 36 b; τόκος, wenn die Zinsen den achten Teil des Kapitals betragen, Dem. 50, 17; λόγος, das Verhältniß 8: 9, Plut. de procr. anim. Tim. 12. Vgl. ἐπίτριτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόγδοος: содержащий целое и 1/8 = 1 + 1/8 Plat., Plut.: ἐ. τόκος Dem. прирост в 1/8 с капитала, т. е. 12 + 1/2%.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόγδοος: -ον, Λατ. sesquioctavus, 1+¹/8, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Β: ― ἐπ. λόγος, ὁ λόγος τοῦ 8/9, Πλούτ. 2. 367F· ἐπ. τόκος, τόκος ἀναβαίνων εἰς τὸ ¹/8 τοῦ κεφαλαίου, δηλ. 121/2 ἐπὶ τοῖς ἐκατόν, Δημ. 1212. 2. ― Πρβλ. ἐπίτριτος. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπόγδοον· τόνος μουσικός».

Greek Monolingual

ἐπόγδοος, -ον (AM)
1. αυτός που αποτελείται από μια ακέραιη μονάδα και ένα όγδοο
2. (για τόκο) αυτός που αντιστοιχεί στο όγδοο του κεφαλαίου
μσν.
μουσ. μείζων τόνος.