ἐπόπτις
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, fem. of ἐπόπτης, v.l. in Corn. ND 34; αἱ Ἐπόπτιδες, title of a book by Soranus, Plin. HN Praef. 33.
German (Pape)
[Seite 1009] ἡ, fem. zu ἐπόπτης, die Aufseherinn, Phurnut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόπτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἐπόπτης, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 34· αἱ Ἐπόπτιδες, ὄνομα βιβλίου τινὸς ὑπὸ Σωρανοῦ, Πλίν. ἐν Προοιμ. περὶ τὸ τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.