ἐρινεώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, full of wild fig trees, Str.13.1.35.
German (Pape)
[Seite 1029] ες, voll wilder Feigenbäume, Strab. XIII, 598.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρινεώδης: -ες, (εἶδος), πλήρης ἀγρίων συκῶν, (ἐρινεῶν), Στράβ. 598.
Greek Monolingual
ἐρινεώδης, -ες (Α) ερινεός
ο γεμάτος αγριοσυκιές («τραχύς τις τόπος και ἐρινεώδης», Στράβ.).