ἐρωτῶ
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
Mantoulidis Etymological
Συγγενικό μέ τό ἔρομαι ἤ ἐρέω (=ἐρωτῶ).
Παράγωγα: ἐρώτημα, ἐρωτηματικός, ἐρώτησις, ἐρωτητικός, ἐρωτητέον, ἀνερωτητέον.