ἐρωτητικός
English (LSJ)
ἐρωτητική, ἐρωτητικόν,
A skilled in questioning, Pl.Cra.398e.
II ἡ ἐρωτητική (sc. τέχνη) the art of putting questions, Arist. SE172a16; ἐ. λόγοι ib.183b38; v. ἐρωτάω II.2.
German (Pape)
[Seite 1041] im Fragen erfahren, Plat. Crat. p. 398 e, richtiger als die v.l. ἐρωτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτητικός: умело ставящий вопросы, искусно спрашивающий Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτητικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς ἐρωτήσεις, ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐρωτᾷ, Πλάτ. Κρατ. 398Ε. ΙΙ. ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ προκαλεῖν συμπεράσματα δ’ ἐρωτήσεων, Ἀριστ. Σοφοστ. Ἔλεγχ. 11. 9. - Ἐπίρρ. ἐρωτητικῶς, = ἐρωτηματικῶς, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 983D.
Greek Monolingual
ἐρωτητικός, -ή, -όν (Α) ερωτώ
1. ο ικανός για συζήτηση με ερωτήσεις
2. αυτός που του αρέσει να ρωτά
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτητική (ενν. τέχνη)
η τέχνη με την οποία προκαλούνται λογικά συμπεράσματα με ερωτήσεις.
επίρρ...
ἐρωτητικῶς
με τρόπο που δηλώνει ερώτηση ή απορία.