ἐσέρχομαι
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. εἰσέρχομαι.
English (Slater)
ἐσέρχομαι enter τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (P. 4.120) c. acc., παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο, δώματ ἐσελθών (P. 10.32) ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (N. 10.16) ]ἐσελθὼν μέγα[ Herakles entering the palace of Diomedes fr. 169. 18.
Greek Monotonic
ἐσέρχομαι: βλ. εἰσ-.