ἐσέρχομαι

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. εἰσέρχομαι.

English (Slater)

ἐσέρχομαι enter τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (P. 4.120) c. acc., παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο, δώματ ἐσελθών (P. 10.32) ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (N. 10.16) ]ἐσελθὼν μέγα[ Herakles entering the palace of Diomedes fr. 169. 18.

Greek Monotonic

ἐσέρχομαι: βλ. εἰσ-.