ἐφάρμοσις
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἐφαρμογή, τόπων καὶ τάξιος Ti.Locr.95c, cf. Procl.Hyp.3.13.
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, das Anpassen, Zusammenstimmen, τόπων καὶ τάξιος Tim. Locr. 95 c.
Russian (Dvoretsky)
ἐφάρμοσις: εως ἡ соответствие, согласованность (τόπων καὶ τὰξιος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάρμοσις: -εως, ἡ, = ἐφαρμογή, Τίμ. Λοκρ. 95C.