ἐφυπνώττω

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφυπνώττω Medium diacritics: ἐφυπνώττω Low diacritics: εφυπνώττω Capitals: ΕΦΥΠΝΩΤΤΩ
Transliteration A: ephypnṓttō Transliteration B: ephypnōttō Transliteration C: efypnotto Beta Code: e)fupnw/ttw

English (LSJ)

go to sleep over, τοῖς Ὁμήρου ποιήμασιν Jul.Ep.190.

German (Pape)

[Seite 1123] darauf schlafen, τοῖς Ὁμήρου ποιήμασιν Iulian. ep. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφυπνώττω: κοιμῶμαι ἐπὶ τινος, Ἀλέξανδρον μὲν τὸν Μακεδόνα τοῖς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν λόγος Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 15. - Κατ’ Ὀνησίκριτον παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Ἀλεξ. 8, τὴν Ἰλιάδα: «εἶχεν… ἀεὶ μετὰ τοῦ ἐγχειριδίου κειμένην ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον».

Greek Monolingual

ἐφυπνώττω (Α)
κοιμάμαι πάνω σε κάτι, έχω κάτι κάτω από το προσκέφαλό μου («τοῖς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνώττω (< ὕπνος)].