ἐφύμνιον

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφύμνιον Medium diacritics: ἐφύμνιον Low diacritics: εφύμνιον Capitals: ΕΦΥΜΝΙΟΝ
Transliteration A: ephýmnion Transliteration B: ephymnion Transliteration C: efymnion Beta Code: e)fu/mnion

English (LSJ)

τό, burden, refrain, of a hymn, A.R.2.713, Call. Ap.98, Sos.8.4, Ph.1.535, Ath.15.701c, Sch.Pi.O.9.1.

German (Pape)

[Seite 1123] τό, der Gesang nach einem Hymnus, ein Refrain, Ath. XV, 701 f; der Zuruf, Beiname, Ap. Rh. 2, 713; Callim. Apoll. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφύμνιον: τό, ἐπωδὸς ὕμνου, Ἀθην. 701Β, Σχόλ. εἰς Πινδ.· ἐπώνυμον ἐντεῦθεν παραγόμενον, ὡς τὸ Ἰήϊος, ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 713, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 97. - Κατὰ τὸ Γούδ. Ἐτυμ.: «ἐφύμνια· οἱ ὕμνοι οἱ μετ’ ὀργάνων καὶ τέχνης ᾀδόμενοι», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐφύμνια· ᾠδαί».