ἑλλεβορίνη
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ἡ, rupture-wort, Herniaria glabra, Thphr. HP9.10.2, Dsc.4.108.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, = ἐπιπακτίς, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλεβορίνη: ἡ, φυτόν τι ὅμοιν ἑλλεβόρῳ, ἄλλως ὀνομαζόμενον ἐπιπακτίς, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 9. 10, 2, Διοσκ. 4. 109.
Greek Monolingual
η (Α ἑλλεβορίνη)
γένος φυτών της οικογένειας ορχεΐδες.