ἔλλεσχος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
ἔλλεσχον, talked of in the λέσχαι, commonly talked of, topic of idle conversation, Hdt.1.153.
Spanish (DGE)
-ον
comentado en la λέσχη, que es objeto de pública conversación τὰ Ἰώνων πάθεα Hdt.1.153.
German (Pape)
[Seite 801] im Gerede (λέσχη), weltbekannt, Her. 1, 153.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait le sujet de tous les entretiens.
Étymologie: ἐν, λέσχη.
Russian (Dvoretsky)
ἔλλεσχος: служащий предметом разговоров: οὐ τὰ Ἰώνων πάθεα ἔσται ἔλλεσχα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα Her. не о делах ионян им придется толковать, а о своих собственных.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλλεσχος: -ον, ἔλεσχα, τὰ χρησιμεύοντα ὡς θέμα ὁμιλίας ἐν ταῖς λέσχαις, Ἡρόδ. 1. 153· πρβλ. περιλεσχήνευτος.
Greek Monolingual
ἔλλεσχος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί θέμα συζητήσεως στις λέσχες.
Greek Monotonic
ἔλλεσχος: -ον (ἐν, λέσχη), αυτός που αποτελεί κοινό θέμα ομιλίας στις λέσχες, σε Ηρόδ.