ἔμβροχος

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβροχος Medium diacritics: ἔμβροχος Low diacritics: έμβροχος Capitals: ΕΜΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: émbrochos Transliteration B: embrochos Transliteration C: emvrochos Beta Code: e)/mbroxos

English (LSJ)

(sc. γῆ), ον, (βρέχω) inundated, PTeb.74.38 (ii B.C.), al., PLond.2.256r6 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
inundado por la crecida del Nilo γῆ PTeb.74.38 (II a.C.), ἄρουρα op. ἄβροχοςsin inundarPLond.2.256re.(e).6 (I d.C.), φοινικών POxy.3168.2, 7, 17 (II d.C.), τοῖς τῶν δακρύων ὀχετοῖς τὴν γενειάδα ἔμβροχον καθωμάλιζες alisaste tu barba con los raudales de las lágrimas Basil.Ep.45.1.

German (Pape)

[Seite 807] in der Schlinge verstrickt, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβροχος: -ον, κατάβρεκτος, τοῖς τῶν δακρύων ὀχετοῖς τὴν γενειάδα ἔμβροχον καθωμάλιζες Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 748Β.

Greek Monolingual

ἔμβροχος, -ον (Α)
καταβρεγμένος, καταμουσκεμένος.