ἔνυστρον
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
τό, = ἤνυστρον, LXX De.18.3, Ma.2.3, J.AJ4.4.4.
Spanish (DGE)
-ου, τό
zool., anat. cuajar δώσει τῷ ἱερεῖ ... τὸ ἔ. LXX De.18.3, cf. Ph.2.235, I.AI 4.74, Basil.Hex.9.5
•término rechazado, frente a ἤνυστρον q.u., Phryn.133.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυστρον: τό, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗʹ, 3) ἀντὶ ἤνυστρον.