ἠθμάριον
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
τό, Dim. of ἠθμός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1156] τό, dim. von ἠθμός, Hesych. erkl. διυλιστήριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθμάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἠθμός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἠθμάριον, τὸ (Α)
(στον Ησύχ.) υποκορ. του ηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον, πλοιάριον].