ἠλιτόβατος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1163] hat Eust. zur Erkl. von ἠλίβατος gebildet, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλιτόβατος: Εὐστάθ. πρὸς Ἑρμηνείαν τοῦ ἠλίβατος.