ἡμιμναῖον
English (LSJ)
τό, half-mina, IG12.371.7, X.Mem.2.5.2, Pl.Lg. 774d, etc.:—the form ἡμίμνεα (pl.) is found in Plu.Lyc.12 codd., Porph.Abst.4.4 codd.: sg. ἡμιμνοῦν Asclep. ap. Gal.13.746.
German (Pape)
[Seite 1169] τό, halbe Mine; Plat. Legg. VI, 774 d Xen. Hem. 2, 5, 2 u. A. Auch ἡμίμνεον, zsgzgn ἡμίμνουν, Lob. ad Phryn. 554.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-mine, poids.
Étymologie: ἡμι-, μνᾶ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐμναῖον: v.l. Plut. ἡμίμναιον τό полмины (= 218.3 г) Plat., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμναῖον: τό, ἡμίσεια μνᾶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2. Πλάτ. Νόμ. 774D, κτλ.˙ - ὡσαύτως εὕρηται ὁ τύπος ἡμίμνεον, συνῃρ. -μνουν Λοβ. Φρυν. 554, Dittenberg. SIG. 259. 42., 426. 26 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἡμιμναῖον και ἡμιμνοῦν (-έον), το (Α)
μισή μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μναίον (< μνα)].
Greek Monotonic
ἡμιμναῖον: τό, μισή μνα, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἡμι-μναῖον, ου, τό,
a half-mina, Xen., etc.