ἡμιονῖτις
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A of or for a mule, ἵππος ἡμιονῖτις a mare in foal of a mule, Str.5.1.4.
II ἡμιονῖτις, ιδος, ἡ, mule-fern, Scolopendrium hemionitis, Dsc.3.135.
German (Pape)
[Seite 1169] ιδος, ἵππος, eine vom Esel belegte Stute, Strab. V, 212; auch ein Kraut, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονῖτις: -ιδος, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡμίονον, ἵππος ἡμιονῖτις, ἵππος κυοφοροῦσα ἡμίονον, Στράβων 212. ΙΙ. ἡμιονῖτις, ιδος, ἡ, εἶδος πτερίδος, scolopendrium hemionitis, Διοσκ. 3. 152.