ἡμιφλεγής

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1171] u. ἡμίφλεκτος, halb verbrannt; App. Civ. 5, 88 Luc. D. D. 15, 2. Übertr., von der Liebe halb verzehrt, Theocr. 2, 133.

Greek Monolingual

-ές
ἡμίφλεκτος
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. εριφλεγής, πυριφλεγής].