ἤγγειλα

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

French (Bailly abrégé)

v. ἀγγέλλω.

Greek Monotonic

ἤγγειλα: αόρ. αʹ του ἀγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἤγγειλα: aor. к ἀγγέλλω.