ἥρῳ
From LSJ
English (LSJ)
poet. dat. sg. of ἥρως: ἥρω, gen. and acc. of same.
French (Bailly abrégé)
v. ἥρως.
Russian (Dvoretsky)
ἥρῳ: (= ἥρωϊ) атт. dat. к ἥρως.
Greek (Liddell-Scott)
ἥρῳ: ποιητ. δοτ. ἑνικ. τοῦ ἥρως· ἥρω, γεν. καὶ αἰτ. τοῦ αὐτοῦ.
Greek Monotonic
ἥρῳ: ποιητ. δοτ. ενικ. του ἥρως· ἥρω, γεν. και αιτ. του ιδίου.