ἰθύτης
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
[ῑ], ητος, ἡ, (ἰθύς A) straighteness, ὁδοῦ Aret.CA2.6.
German (Pape)
[Seite 1246] ητος, ἡ, grade Richtung, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτης: -ητος, ἡ, (ἰθὺς) εὐθύτης, ὁδοῦ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6.
Greek Monolingual
ἰθύτης, ἡ (Α)
ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθυς + κατάλ. -της (πρβλ. βαρύτης < βαρύς, ευθύτης < ευθύς)].