ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Full diacritics: ἰναία | Medium diacritics: ἰναία | Low diacritics: ιναία | Capitals: ΙΝΑΙΑ |
Transliteration A: inaía | Transliteration B: inaia | Transliteration C: inaia | Beta Code: i)nai/a |
ἡ, force, strength of a swell or current at sea, Peripl.M.Rubr. 46 (ἰνδία cod.), Hsch.
ἰναία: ἡ, = ἵς, «δύναμις», Ἡσύχ.
ἰναία, ἡ (Α) [ις (Ι)]
(για δίνη ή ρεύμα της θάλασσας) δύναμη.