ἰσαίτερος

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσαίτερος Medium diacritics: ἰσαίτερος Low diacritics: ισαίτερος Capitals: ΙΣΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: isaíteros Transliteration B: isaiteros Transliteration C: isaiteros Beta Code: i)sai/teros

English (LSJ)

ἰσαίτατος, v. ἴσος.

French (Bailly abrégé)

v. ἴσος.

German (Pape)

Kompar. von ἶσος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσαίτερος: compar. к ἴσος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσαίτερος: ἰσαίτατος, Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ ἴσος.

Greek Monolingual

ἰσαίτερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. βαθμός του ίσος.

Greek Monotonic

ἰσαίτερος: ἰσαίτατος, συγκρ. και υπερθ. του ἴσος.

Middle Liddell

comp. of ἴσος