ἰσαίτερος
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἰσαίτατος, v. ἴσος.
French (Bailly abrégé)
v. ἴσος.
German (Pape)
Kompar. von ἶσος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσαίτερος: compar. к ἴσος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσαίτερος: ἰσαίτατος, Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ ἴσος.
Greek Monolingual
ἰσαίτερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. βαθμός του ίσος.
Greek Monotonic
ἰσαίτερος: ἰσαίτατος, συγκρ. και υπερθ. του ἴσος.
Middle Liddell
comp. of ἴσος