ἰσοδυναμία

English (LSJ)

ἡ,
A equal force or equal power, Ti.Locr.95b.
2 equivalence, equivalence in meaning, A.D.Conj.244.17.
3 Astrol., equipollence, Ptol.Tetr.132, Vett.Val.296.11.

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Bedeutung, Geltung; Tim. Locr. 95 c; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδῠνᾰμία:равенство сил Plat.

Spanish

equivalencia, equipolencia

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ, ἴση δύναμιςἰσχύς, Τίμ. Λοκρ. 95Β.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.

Translations

equivalence

Bulgarian: равностойност; Catalan: equivalència; Dutch: gelijkwaardigheid; Estonian: samasus; Finnish: yhtäläisyys; French: équivalence; German: Gleichwertigkeit; Greek: ισοδυναμία; Ancient Greek: ἰσοδυναμία; Hindi: तुल्यता; Hungarian: egyenértékűség; Latvian: līdzvērtība; Malay: persamaan; Polish: równoważność; Portuguese: equivalência; Russian: эквивалентность; Spanish: equivalencia; Swedish: ekvivalens, likvärdighet