ἱερακιδεύς
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
-έως, ὁ, young hawk, eyass, Eust.753.56.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, das Junge des ἱέραξ, Eust. 753, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκῐδεύς: έως, ὁ, μικρὸς ἱέραξ, Εὐστ. 753. 56.
Greek Monolingual
ἱερακιδεύς, -έως, ό (Μ) ιέραξ
ο νεοσσός του γερακιού.