ἱκνευμένως

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

German (Pape)

[Seite 1249] auf zukommende, gebührende Art, schicklich; Her. 6, 65; Hippocr.; M. Ant. 5, 12 ἱκνουμένως καὶ ἀστείως εἰρημένον.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἱκνουμένως.

Russian (Dvoretsky)

ἱκνευμένως: надлежащим образом, законно (οὐκ ἱ. βασιλεύειν Her.).