οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
[Seite 318] ἡ, dor. = ὀχή, Stütze, Halt, Callim. bei Suid.; Hesych. erkl. ἔρεισμα.
ὀκχή, ἡ (Α)
(δωρ. και ποιητ. τ. βλ. οχή.