ὀλερός
From LSJ
Full diacritics: ὀλερός | Medium diacritics: ὀλερός | Low diacritics: ολερός | Capitals: ΟΛΕΡΟΣ |
Transliteration A: olerós | Transliteration B: oleros | Transliteration C: oleros | Beta Code: o)lero/s |
ά, όν, Att. for θολερός, impure, turbid, Gal.19.126, Hsch.
[Seite 319] att. = θολερός, nach Galen.
ὀλερός: -ά, -όν, Ἀττ. ἀντὶ θολερός, ἀκάθαρτος, θολός, «ὀλερόν, δυσῶδες ἢ μέλαν, ἀπὸ τοῦ τῶν σηπιῶν ὀλοῦ» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 534.
ὀλερός, -ά, -όν (Α) ολός
ακάθαρτος, θολός.