ὀρτύγιον
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. of ὄρτυξ, Eup.214; ὀρτυγίου ψυχὴν ἔχων Antiph.5.
German (Pape)
[Seite 387] τό, dim. von ὄρτυξ, Antiphan. agroec. frg. 3, wie Eupolis bei Ath. IX, 392 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτύγιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρτυξ, Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 9, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 3 (Ἀθήν. 392Ε).
Spanish
Greek Monolingual
ὀρτύγιον, τὸ (Α) όρτυξ, -υγος, μικρό ορτύκι.
Léxico de magia
τό codorniz γράψον εἰς βύσσινον ῥάκος αἵματι ὀρτυγίου θεὸν ῾Eρμῆν pinta en una tira de lino, con sangre de codorniz, un dios Hermes P XII 145