ὀϊστοβόλος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ὀϊστοβόλον, arrow-shooting, AP7.427.10 (Antip.), Nonn. D. 24.139.
German (Pape)
[Seite 312] den Pfeil schießend, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance des traits.
Étymologie: ὀϊστός, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὀϊστοβόλος: ὁ стрелометатель, стрелец (Κρηταιεύς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀϊστοβόλος: -ον, ὁ ὀϊστοὺς βάλλων, ὁ ῥίπτων βέλη, Ἀνθ. Π. 7. 427, Νόνν. Δ. 24. 139.
Greek Monolingual
ὀϊστοβόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. ιξοβόλος, τοξοβόλος.
Greek Monotonic
ὀϊστοβόλος: -ον (βάλλω), τοξοβόλος, αυτός που εκτοξεύει βέλη, σε Ανθ.