ὀϊστοβόλος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊστοβόλος Medium diacritics: ὀϊστοβόλος Low diacritics: οϊστοβόλος Capitals: ΟΪΣΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: oïstobólos Transliteration B: oistobolos Transliteration C: oistovolos Beta Code: o)i+stobo/los

English (LSJ)

ὀϊστοβόλον, arrow-shooting, AP7.427.10 (Antip.), Nonn. D. 24.139.

German (Pape)

[Seite 312] den Pfeil schießend, Antip. Sid. 93 (VII, 427).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des traits.
Étymologie: ὀϊστός, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὀϊστοβόλος:стрелометатель, стрелец (Κρηταιεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊστοβόλος: -ον, ὁ ὀϊστοὺς βάλλων, ὁ ῥίπτων βέλη, Ἀνθ. Π. 7. 427, Νόνν. Δ. 24. 139.

Greek Monolingual

ὀϊστοβόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. ιξοβόλος, τοξοβόλος.

Greek Monotonic

ὀϊστοβόλος: -ον (βάλλω), τοξοβόλος, αυτός που εκτοξεύει βέλη, σε Ανθ.