ὁροθέτης

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁροθέτης Medium diacritics: ὁροθέτης Low diacritics: οροθέτης Capitals: ΟΡΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: horothétēs Transliteration B: horothetēs Transliteration C: orothetis Beta Code: o(roqe/ths

English (LSJ)

ὁροθέτου, ὁ, = terminator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 385] der die Gränzen festsetzt, Gränzbestimmer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁροθέτης: -ου, ὁ, ὁ θέτων ὅρια, Φωτ. Ἐπιστ. 359, 19, κλ.

Greek Monolingual

ὁροθέτης, ό, θηλ. όροθέτις (Α)
1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα
2. μτφ. αυτός που δίνει τον ορισμό λέξης
3. το θηλ. αυτή που χρησιμεύει ως όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φράση ὅρον θεῖναι + επίθημα -της].