ὁροθέτης
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ὁροθέτου, ὁ, = terminator, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 385] der die Gränzen festsetzt, Gränzbestimmer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁροθέτης: -ου, ὁ, ὁ θέτων ὅρια, Φωτ. Ἐπιστ. 359, 19, κλ.
Greek Monolingual
ὁροθέτης, ό, θηλ. όροθέτις (Α)
1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα
2. μτφ. αυτός που δίνει τον ορισμό λέξης
3. το θηλ. αυτή που χρησιμεύει ως όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φράση ὅρον θεῖναι + επίθημα -της].