ὁσαχῇ
From LSJ
English (LSJ)
Adv. in as many ways as, only with περ, ὁσαχῇπερ Pl.Ti. 43e: ὁσαχοῦ, Adv. in as many places as, D.23.184: ὁσᾰχοῖ, Aristid. Or.38(7).21 (v.l. ὁσαχοῦ): ὁσαχῶς, Adv., = ὁσαχῇ, Hp.Decent.9, Arist.Metaph.1017a23, Top.105a34.
German (Pape)
[Seite 394] relatives Correlativ zu ποσαχῆ, auf so viel Arten wie, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσᾰχῇ: Ἐπίρρ. καθ’ ὅσους τρόπους, ὡσαύτως ὁσαχῇπερ, Πλάτ. Τίμ. 43Ε· ― ὁσᾰχοῦ, Ἐπίρρ., εἰς ὁσαδήποτε μέρη, Δημ. 682. 12· ― ὁσαχοῖ, Ἀριστείδ. 1. 45· ― ὁσᾰχῶς, Ἐπίρρ., = ὁσαχῇ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 4, Τοπ. 1. 14, 1. (Ἅπαντες οὗτοι οἱ τύποι προκύπτουσιν ἐξ ἀχρήστου τύπου ὁσαχός).
Greek Monolingual
ὁσαχῇ (Α)
επίρρ. καθ' όσους τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της αντων. ὅσος + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. αλλ-αχ-ή)].