Ὀρέστειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, Orestean, Oresteian, of Orestes, κακά S.El.1117.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne Oreste.
Étymologie: Ὀρέστης.
Russian (Dvoretsky)
Ὀρέστειος: орестов Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀρέστειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὀρέστην, κακὰ Σοφ. Σοφ. Ἠλ. 1117.
Greek Monotonic
Ὀρέστειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, Ηρόδ.