ὑπεμφαίνω

English (LSJ)

A hint at, indicate, S.E.M.1.4, Gal.19.556, etc.
II intr., to be cogent, of a proof, Papp.650.5.

German (Pape)

[Seite 1187] (s. φαίνω), halb und halb andeuten, zu verstehen geben, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεμφαίνω: вскользь указывать, намекать, давать понять (ὑ. τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεμφαίνω: ἐμφαίνωσημαίνω ἐν μέρει, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 4· τὴν ἐν βάσει θερμασίαν ὑπεμφαίνοντα Γαλην. τ. 19, σ. 556, 4, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι φανερός, Παππ. Ἀλεξ. ἐν Ἀπολλ. Περγ. σ. 7, 2.

Greek Monolingual

ὑπεμφαίνω ΝΑ
φανερώνω με έμμεσο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι, υπονοώ
αρχ.
(αμτβ.) (για απόδειξη) είμαι εν μέρει φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐμφαίνω «φανερώνω»].