ὑπερέκχυσις
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
-εως, ἡ, overflowing, of the Nile, Hld.1.5; of the sea, Plu.2.731c (pl.); κοιλίας Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1194] ἡ, das darüber Ausgießen. – Das Überströmen, Austreten des Meeres, Plut. Symp. 8, 9, 2 im plur.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement, inondation.
Étymologie: ὑπερεκχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέκχῠσις: εως ἡ разлитие, разлив (sc. τῇς θαλάττης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκχῠσις: -εως, ἡ ὑπερχείλισις, πλημμύρα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡλιόδ. 1. 5· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 731C.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α ὑπερεκχέω
1. (για τον Νείλο και για τη θάλασσα) πλημμύρα
2. μτφ. υπερβολική οινοποσία.