ὑπερφαλάγγησις
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
-εως, ἡ, outflanking of the enemy's line on both wings, ib.29.8,9, cf. ὑπερκέρασις:—so ὑπερφαλαγγίωσις, Anon. ap. Suid.; and ὑπερφαλάγγωσις, An.Ox.3.163.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφᾰλάγγησις: (διάφ. γραφ. -ισις), ἡ, τὸ ὑπερφαλαγγεῖν, Ἀρρ. Τακ. 29. 9. πρβλ. ὑπερκέρασις· ― δύο ἕτεροι τύποι ὑπερφαλαγγίωσις καὶ -φαλάγγωσις ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Αἰλ. ἐν τῷ Σουΐδ., Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 163.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. υπερφαλάγγιση.