ὑποακταίνομαι
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
v. ὑπερικταίνοντο.
German (Pape)
[Seite 1210] v.l. für ὑπερικταίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποακταίνομαι: ἴδε ὑπερικταίνομαι.