ὑποκουρίζομαι
English (LSJ)
dialect-form of ὑποκορίζομαι, coax or soothe with soft names, ἑσπερίαις ὑ. ἀοιδαῖς, of the serenades sung by girls on the evening of a friend's marriage, Pi.P.3.19; cf. Hsch. s.v. κουριζομέναις.—Suid. cites Act. with the expl. κολακεύω.
German (Pape)
[Seite 1221] ion. = ὑποκορίζομαι, dep. med.; ἰακχὰν ὑμεναίων ἀοιδαῖς ὑποκουρίζεσθαι, mit Gesängen schmeicheln, liebkosen, mit den scherzenden Gesängen, welche von den Jungfrauen bei der Hochzeit einer Freundinn angestimmt zu werden pflegten, Pind. P. 3, 19.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποκορίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκουρίζομαι: дор. = ὑποκορίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκουρίζομαι: Ἰωνικ. ἀντὶ ὑποκορίζομαι, ἐγκωμιάζω, ὑμνῶ ποιούμενος χρῆσιν εὐφήμων ἢ καλῶν ὀνομάτων, ἑσπερίαις ὑποκουρ. ἀοιδαῖς, ἐπὶ ᾀσμάτων, ἃ ᾖδον παρθένοι κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ γάμου φίλης των, Πινδ. Π. 3. 32· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κουριζομέναις. ― Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ ἐνεργητ. ἑρμηνεύων διὰ τοῦ κολακεύω.
English (Slater)
ὑποκουρίζομαι murmur ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.19)
Greek Monolingual
και σπάν. ενεργ. τ. ὑποκουρίζω Α
ιων. τ.
1. υμνώ, εγκωμιάζω χρησιμοποιώντας εύφωνες και κολακευτικές λέξεις («παρθένοι φιλέοισιν ἑταῑραι έσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς», Πίνδ.)
2. κολακεύω, καλοπιάνω
3. (το ενεργ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑποκουρίζω
κολακεύω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κουρίζω (< κόρη / κούρη, κόρος / κούρος), για τη σημ. πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κουριζόμενος
ὑμεναιούμενος].
Greek Monotonic
ὑποκουρίζομαι: Ιων. αντί -κορίζομαι, κατευνάζω, μαλακώνω, κολακεύω, εγκωμιάζω με γλυκόλογα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
Translations
imitate
Arabic Egyptian Arabic: قلد; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi