ἐκμάσσω

From LSJ

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμάσσω Medium diacritics: ἐκμάσσω Low diacritics: εκμάσσω Capitals: ΕΚΜΑΣΣΩ
Transliteration A: ekmássō Transliteration B: ekmassō Transliteration C: ekmasso Beta Code: e)kma/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκμάττω, pf. ἐκμέμᾰχα (ἐκμέμα-κα codd.) cj. in D.H.Dem.4: aor. 2 Pass. -εμάγην [ᾰ] Pl.Tht.191d; also aor. I part.
A ἐκμαχθείς Hsch.:—wipe off, wipe away, κάρᾳ κηλῖδας ἐξέμαξεν S.El.446; ἔκμασσε [τὸ αἷμα] E.HF1400; ἀλωπεκίας ὀθονίῳ Archig. ap. Gal.12.406:—Med., wipe away one's tears, AP5.42 (Rufin.).
2 wipe dry, ὑπὸ σπόγγου Hp.Acut.65 (Pass.), cf. Herod.6.9; [τοὺς ἔμπροσθεν πόδας] ἐ. εἰς τοὺς μέσους, of bees, Arist.HA624b1.
II of an artist, mould or model in wax or plaster, αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους to mould and adapt oneself to.., Pl.R. 396d; of pessaries, Hp.Steril.230:—so in Med., Id.Nat.Mul.109; ὧν ἔτι θερμὰ κονία.. ἐκμάσσεται ἴχνη of whose yet warm footsteps the dust receives the impress, Theoc.17.122; express, imitate, ἵππου γενεήν Nic.Th.740; τὸν Λυσιακὸν χαρακτῆρα ἐκμέμακται D.H.Dem.13 (so in Act., ib.4 codd., dub.); ἐς τὸ ἀκριβέστατον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον he was the image of his master, Alciphr.3.64:—Pass., μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένοι (v.l. -μένα) S.Ichn.140; ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος his very image, Cratin.255; βασιλέως..εἰκόν' ἐκμεμ. IGRom.1.1190 (Memnon); ὃ ἂν ἐκμαγῇ whatever be impressed, whatever impression be made (cf. ἐκμαγεῖον), Pl.Tht.191d; τὴν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι had impressed upon him the image of the boy, Plu.Cic.44; ποιότης ἀπὸ μένοντος ἐκμαγεῖσα θείου λόγου Ph.1.548.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. ἐξεμάγην Pl.Tht.191d, part. fem. ἐκμαγεῖσαι Hsch., pero masc. ἐκμαχθείς Gp.19.9.5]
A ἐκ separat.
I 1limpiar frotando, restregar c. ac. de lo que se elimina y (a veces) dat. loc. κάρᾳ κηλῖδας ἐξέμαξεν limpió la sangre en la cabeza del muerto, S.El.446, τὸ φάρμακον τῷ ἑτέρῳ μέρει Ctes.29b.4, cf. E.HF 1400, Arist.Insomn.459b31, τὸν ἰόν LXX Ep.Ie.23
c. ac. de la parte dejar limpio (πόδας) Arist.HA 624b1, δίφρον Herod.6.9, τὸ πρόσωπον αὐτῶν LXX Ep.Ie.11, ἔσοπτρον LXX Si.12.11, (τὸ πινάκιον) Arr.Epict.1.19.4, c. dat. instrum. τὰς ἐπιπολαίους ἀλωπεκίας ... ὀθονίῳ Archig. en Gal.12.406, τὸν πρωκτὸν λιβανωτῷ Artem.5.4, (τοὺς πόδας) ταῖς θριξί Eu.Luc.7.38, Eu.Io.11.2, 12.3, en v. pas. (τὰ ἀπεικονίσματα) γῇ ἀργυρωματικῇ IEphesos 27.542, cf. 545 (II d.C.)
fig. τὰς ἡμετέρας ἀσθενείας ἐκμάξας (ὁ Θεός) Gr.Nyss.V.Mos.42.4.
2 medic., abs. o en v. pas., ref. al cuerpo o sus partes enjuagar, limpiar frotando σπόγγους ἐν ὕδατι θερμῷ βρέχων, ἐκμάσσων Hp.Morb.2.14, ἀλείφειν οἴνῳ ... καὶ ἐκμάσσειν διὰ τρίτης Hp.Aff.42, cf. Int.40, en v. pas. κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρὴ ... ὑπὸ σπόγγου ἐκμασσομένην Hp.Acut.65.
II en v. med. limpiarse, enjugarse las lágrimas ἔκμαξαι, μὴ κλαῖε, τέκνον AP 5.43 (Rufin.).
B ἐκ perfectivo
I en v. act. y pas.
1 c. ac. de cosa moldear, modelar, dar forma ὥστε δακτύλῳ ἐκμάξαι (τὸ τριβόμενον) de manera que moldees (lo amasado) con el dedo Hp.Steril.230, θεῖον ... μετὰ τῆς κρητηρίας μείξας, ἔκμασσε Democr.B 300, abs. οἷον εἰ ἐκμάξειας εἰς σκληρόν como si moldearas en un cuerpo duro Thphr.Sens.51 (= Democr.A 135), en v. pas. γῆς ... ᾗ τὰ ἀργυρώματα ἐκμάττεται Posidon.237
ref. a pers., part. perf. pas. que está modelado o es la efigie μάλθης ἄναγνα σώ[μα] τ' ἐκμεμαγμένα cuerpos impuros modelados en cera S.Fr.314.146, ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος es él mismo modelado, e.e., es su verdadera efigie Cratin.275, λίθον βασιλέως ... εἰκόν' ἐκμεμαγμένον Col.Memn.94.4 (Caec.Treb.), cf. Plu.2.734f (= Democr.A 77)
fig., c. ac. de pers. amoldar, adaptar αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους amoldarse y encajarse en los moldes de los peores Pl.R.396d.
2 fig., ref. la mente grabar, imprimir en v. pas. ὃ ἂν ἐκμαγῇ cualquier cosa que haya quedado grabada en la memoria, como en cera, Pl.Tht.191d, cf. Ph.1.548.
II en v. med.
1 c. ac. de cosa o abstr. recibir la impronta de θερμὰ κονία ... ποδῶν ἐκμάσσεται ἴχνη la ceniza caliente recibe la impronta de las huellas de los pies Theoc.17.122, fig. φασιν ... τὸν Κικέρωνα ... τὴν μὲν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι dicen que a Cicerón se le quedó grabada la imagen del niño tras un sueño premonitorio, Plu.Cic.44
fil. ἃς δ' ἀπ' αὐτοῦ τὸ αἰσθητὸν ... εἰκόνας ἐκμάττεται figuras que a imagen suya (del Ser Inteligente) lo sensible recibe como impronta Plu.2.373a
ret. ref. rasgos estilísticos o de escuela recibir la impronta de, perf. estar modelado según un modelo κατασκευασμένην φράσιν τῶν περὶ Γοργίαν ἐκμέμακται del estilo de Isócrates, D.H.Dem.4.3, cf. Pomp.5.3, (ὁ λόγος) τὸν Λυσιακὸν χαρακτῆρα ἐκμέμακται εἰς ὄνυχα (el discurso) está perfectamente adecuado a su modelo, el característico estilo de Lisias D.H.Dem.13.6.
2 c. ac. de pers. o abstr. recibir la impronta de, fig. recibir un modelo de educación ὁ δὲ παῖς ἐς τὸ ἀκριβέστατον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον Alciphr.3.28, φιλοσοφίας γε πᾶν εἶδος ἐκματτόμενος formado en todo tipo de filosofía Eun.VS 456.

German (Pape)

[Seite 769] att. -μάττω, 1) aus-, abwischen; τοὺς ἐμπροσθίους πόδας εἰς τοὺς μέσους, von den Honig sammelnden Bienen, Arist. H. A. 9, 40; τί τινι, N. T; κηλῖδα, auswischen, Soph. El. 438; Arist. insomn. 2; αἷμα Eur. Herc. f. 1400; putzen, D. Hal. 9, 10. – Med., ἔκμαξαι, μὴ κλαῖε Rufin. 28 (V, 43), trockne die Thränen. – 2) in einer Masse wie Wachs oder Gyps abformen, abbilden; αὑτὸν ἐκμ. καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Plat. Rep. III, 396 d; vgl. Theaet. 191 d; ἐκμεμαγμένον εἰκόνα (λίθον) Ep. App. 391. – Häufiger im med.; ποδῶν ἴχνη Theocr. 17, 122; ὁ παῖς ἐς τὸ ἀκριβέστερον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον, war ein treues Abbild des Lehrers, Alciphr. 3, 64; a. Sp. So vielleicht zu nehmen ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος Cratin. Poll. 9, 131; τὴν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι, sich einprägen, Plut. Cic. 44.

French (Bailly abrégé)

1 essuyer, nettoyer en essuyant;
2 empreindre, mouler, modeler;
Moy. ἐκμάσσομαι s'empreindre, recevoir ou conserver l'empreinte de, acc..
Étymologie: ἐκ, μάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμάσσω: атт. ἐκμάττω (aor. ἐξέμαξα, pf. ἐκμέμαχα; pass.: aor. 1 ἐξεμάχθην, aor. 2 ἐξεμάγην, pf. ἐκμέμαγμαι)
1 вытирать, стирать, счищать (κηλῖδας κάρα Soph.; sc. αἷμα Eur.);
2 обтирать, чистить (τοὺς πόδας Arst.); med. утираться, вытирать себе слезы Anth.;
3 натирать, намазывать (τὸ φάρμακόν τινι Plut.);
4 преимущ. med. делать отпечаток: ἐ. τι εἰς τύπους τινός Plat. придавать чему-л. форму чего-л.; ἐκμάσσεσθαι ἴχνη τινός Thuc. запечатлевать чьи-л. следы, т. е. идти по чьим-л. стопам; τοῦ σώματος ἐκμεμαγμέναι ὁμοιότητες Plut. воспроизведенное (в изображении) подобие тела; ἐκμεμάχθαι Plut. запечатлеться (в душе), врезаться в память.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: πρκμ. ἐκμέμᾰχα (κοινῶς -κα) Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4. Ἀποσπογγίζω, «σφογγίζω», κἀπὶ λουτροῖσιν κάρᾳ κηλῖδας ἐξέμαξεν (ἴσως παρελήφθη ἐκ τῆς Ὁμ. φράσεως σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀναμάσσω) Σοφ. Ἠλ. 446· ἔκμασσε τὸ αἷμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1400: - Μέσ., ἀποσπογγίζω τὰ δάκρυά μου, ἔκμαξαι, μὴ κλαῖε, τέκνον, σφογγίσου, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 43. 2) ἀποσπογγίζω τι καλῶς, κάμνω αὐτὸ νὰ στεγνώσῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395 (ἐν τῷ παθ.)· τοὺς ἔμπροσθεν πόδας ἐκμ. εἰς τοὺς μέσους, ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 14. ΙΙ. πλάττω, σχηματίζω, παρομοιάζω, ὡς πράττει ὁ καλλιτέχνης διὰ τοῦ πηλοῦ, Λατ. exprimere, ἅμα δὲ καὶ δυσχεραίνων αὐτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Πλάτ. Πολ. 396D· οὕτως ἐπὶ τῶν μελισσῶν παρασκευαζουσῶν τὸ κηρίον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 14· ἐπὶ τῆς κατασκευῆς καταποτίων, Ἱππ. 682. 55, πρβλ. 587. 24. - Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ., τοκέων ἔτι θερμὰ κονίη... ἐκμάσσεται ἴχνη, ἐκ νέου ἐντυπώνει τὰ ἔτι θερμὰ ἴχνη τοῦ ἑαυτοῦ πατρός, δηλ. περιπατεῖ εἰς τὰ ἴχνη αὐτοῦ, Θεόκρ. 17. 122· μιμοῦμαι, ἵππου γενεὴν Νικ. Θ. 740· τὸν Λυσιακὸν χαρακτῆρα ἐκμέμακται Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 13· ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον, ἔγεινεν εἰκὼν καὶ ὁμοίωμα τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ, Ἀλκίφρων 3. 64. - Παθ., ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος, αὐτὴ ἡ εἰκὼν αὐτοῦ, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 5· βασιλέως... εἰκόν’ ἐκμεμ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4741· ὃ ἂν ἐκμαγῇ, ὅ,τι δήποτε ἐντυπωθῇ, οἱαδήποτε ἐντύπωσις γείνῃ (πρβλ. ἐκμαγεῖον), Πλάτ. Θεαίτ. 191D· τὴν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι «εἰς τὴν ἑαυτοῦ φαντασίαν ἐκτυπῶσαι τὴν μορφὴν τοῦ παιδὸς» (Κοραῆς) Πλούτ. Κικ. 44. - Πρβλ. ἀπομάττω.

English (Strong)

from ἐκ and the base of μασσάομαι; to knead out, i.e. (by analogy) to wipe dry: wipe.

English (Thayer)

imperfect ἐξεμασσον; 1st aorist ἐξεμαξα; to wipe off, to wipe away: with the accusative of object and dative of instrument, Sophocles, Euripides, Hippocrates, Aristotle, others, Baruch 6 (ep. Jer.) 12,23 (13,24).)

Greek Monolingual

ἐκμάσσω και αττ. τ. ἐκμάττω (Α)
1. σφουγγίζω, σκουπίζω
2. καθαρίζω, γυαλίζω
3. αποτυπώνω σε μαλακή ύλη
4. πλάθω, ζυμώνω
5. παθ. αποτυπώνομαι στον νου
6. μέσ. απεικονίζω
7. σχηματίζομαι σύμφωνα μ' ένα πρότυπο
8. μιμούμαι.

Greek Monotonic

ἐκμάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκουπίζω, βγάζω (λάσπες κ.τ.λ.), σφουγγίζω (δάκρυα), σε Σοφ., Ευρ. — Μέσ., σφουγγίζω τα δάκρυα κάποιου, σε Ανθ.
II. λέγεται για καλλιτέχνη, πλάθω, σχηματίζω, μορφοποιώ με κερί, γύψο ή πηλό, Λατ. exprimere, σε Πλάτ. — Μέσ., τοκέων ἐκμάσσεται ἴχνη, εντυπώνει από την αρχή τα ίχνη του πατέρα του, δηλ. περπατά στα χνάρια του, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to wipe off, wipe away Soph., Eur.:—Mid. to wipe away one's tears, Anth.
II. of an artist, to mould or model in wax or plaster, Lat.exprimere, Plat.:—Mid., τοκέων ἐκμάσσεται ἴχνη he impresses anew the footsteps of his fathers, i. e. walks in their steps, Theocr.

Chinese

原文音譯:™km£ssw 誒克-馬所
詞類次數:動詞(5)
原文字根:出去-擦
字義溯源:揉去,擦乾,擦;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作)組成;其中 (μασάομαι / μασσάομαι)出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)
出現次數:總共(5);路(2);約(3)
譯字彙編
1) 擦乾(2) 路7:44; 約13:5;
2) 她⋯擦乾(1) 路7:38;
3) 擦(1) 約11:2;
4) 去擦(1) 約12:3

Translations

imitate

Arabic Egyptian Arabic: قلد‎; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi