ὑποκόρισις

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκόρῐσις Medium diacritics: ὑποκόρισις Low diacritics: υποκόρισις Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΣΙΣ
Transliteration A: hypokórisis Transliteration B: hypokorisis Transliteration C: ypokorisis Beta Code: u(poko/risis

English (LSJ)

-εως, ἡ, use of the diminutive form, καθ' ὑ. Eust.1196.14; euphemism, Gal.18(2).236 (-κρισις codd., corr. Cornarius).

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, = ὑποκορισμός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκόρισις: -εως, ἡ, ἡ χρῆσις ὑποκοριστικοῦ τύπου, καθ’ ὑπ. Εὐστ. 1196. 14.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Μ ὑποκορίζομαι
η χρήση υποκοριστικού τύπου («οἰκίαν φασὶ τὸν οἶκον καθ' ὑποκόρισιν», Ευστ.).