ὑπομαραίνομαι
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Pass., wither or waste gradually, Ph.2.252, Plu. 2.411e, Ptol.Tetr.101.
German (Pape)
[Seite 1225] pass., ein wenig od. allmälig verwelken, vergehen, Plut. def. orac. 5.
French (Bailly abrégé)
se flétrir peu à peu.
Étymologie: ὑπό, μαραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομᾰραίνομαι: понемногу хиреть, приходить в упадок, увядать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι, ξηραίνομαι, φθείρομαι βαθμηδόν, κατ’ ὀλίγον, Φίλων 2. 252, Πλούτ. 2. 411Ε.
Greek Monolingual
ΜΑ μαραίνομαι
μαραίνομαι ή φθείρομαι λίγο λίγο, σταδιακά.