ὑποπλώω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
poet. and Ion. for ὑποπλέω, τενάγεσσιν AP9.14 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1229] poet. und ion. statt ὑποπλέω, Antiph. 23 (IX, 14).
Russian (Dvoretsky)
ὑποπλώω: Anth. = ὑποπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπλώω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ὑποπλέω. Ἀνθ. Π. 9. 14.
Greek Monolingual
Α
(ιων. ποιητ. τ.) βλ. υποπλέω.
Greek Monotonic
ὑποπλώω: Ιων. αντί ὑποπλέω, σε Ανθ.