ὑπόπυρρος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
reddish, Hp.Prog.11, Arist.HA616a21, PGrenf.1.33.10 (ii B. C.).
German (Pape)
etwas rötlich; Arist. H.A. 9.14; Plut. Cat. min. 1; Ath. VIII.333c.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόπυρρος: красноватый (χρόα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπυρρος: -ον, ὀλίγον πυρρός, ξανθοκόκκινος, ὑποκόκκινος, Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πυρρός «ερυθρός, ξανθοκόκκινος»].