ὑψήεις
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ὑψήεσσα, ὑψήεν, poet. for ὑψηλός, Nic.Fr.74.62, AP9.525.21 (Biunck for ὑψόωεντα).
German (Pape)
ήεσσα, ῆεν, poet. statt ὑψηλός, Nic. bei Ath. XVI.684c.
Russian (Dvoretsky)
ὑψήεις: ήεσσα, ῆεν Anth. = ὑψηλός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψήεις: ήεσσα, ῆεν, ποιητ. ἀντὶ ὑψηλός, Νικ. Ἀποσπ. 2. 62, Ἀνθ. Π. 9. 525, 20 (Brunck).
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + επίθημα -ήεις (βλ. λ. -όεις), πιθ. κατά τα αἰγλ-ήεις, ἐρσ-ήεις].
Greek Monotonic
ὑψήεις: -ήεσσα, -ῆεν, ποιητ. αντί ὑψηλός, σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. for ὑψηλός, Anth.