Ὑακίνθιος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, name of a month in several Dorian communities, IG12(1).155.68 (Rhodes), 12(3).325.20 (Thera), etc.; Cret. βακίνθιος Schwyzer 195.3 (iii/ii B. C.), and ϝακίνθιος (v. Ὑακίνθια).
Greek (Liddell-Scott)
Ὑακίνθιος: ὁ, ἑν Ρόδῳ καὶ Θήρᾳ τὸ ὄνομα τοῦ μηνὸς τοῦ ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων καλουμένου Ἑκατομβαιῶνος, Ἐπιγραφ.· ἴδε Ὑακίνθια.
Greek Monolingual
και κρητ. τ. Βακίνθιος και Fακίνθιος, ὁ, Α Ὑάκινθος
1. (στη Ρόδο και στη Θήρα) ονομασία του μήνα Εκατομβαιώνος
2. ονομασία μήνα σε διάφορες δωρικές περιοχές.