ὡροσκόπησις
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
-εως, ἡ, Astrol., observation of the ascendant (ὡροσκόπος II), S.E.M.5.99, Paul.Al.S.1, Cat.Cod. Astr.5(3).85.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, = Folgdm, S. Emp. adv. astrol. 99 u. Ptolem.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὡροσκοπῶ
αστρολ. ωροσκοπία.
Greek (Liddell-Scott)
ὡροσκόπησις: -εως, ἡ, ἐν τῇ Ἀστρολογία, παρατήρησις τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἑρμηνεία τῆς τύχης τοῦ γεννωμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 99· -καὶ -σκοπία, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 111.
Russian (Dvoretsky)
ὡροσκόπησις: εως ἡ составление гороскопов Sext.